- παρακέντηση
- η(ιατρ.), απορρόφηση υγρού με σύριγγα από το ανθρώπινο σώμα: Του έκαμαν παρακέντηση στη σπονδυλική στήλη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παρακέντηση — (Ιατρ.). Επέμβαση προς αφαίρεση υγρού από φυσική κοιλότητα του οργανισμού. Η ύπαρξη του υγρού μέσα σε μια κοιλότητα μπορεί να οφείλεται σε παθολογική διεργασία, όπως είναι τα τραύματα, οι φλεγμονές, οι νεοπλασίες κ.ά. Η π. εκτελείται συνήθως στην … Dictionary of Greek
παρακεντώ — άω και έω / παρακεντῶ, έω, ΝΜΑ ιατρ. κάνω παρακέντηση σε περίπτωση υδρωπικίας ή αφαίρεσης τού καταρράκτη τού ματιού, απορροφώ υγρό από μια κοιλότητα τού σώματος με παρακέντηση για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς μσν. διακοσμώ με κέντημα αρχ … Dictionary of Greek
πλευρίτιδα — Η φλεγμονή του υπεζωκότα, ο οποίος αποτελεί ένα είδος σάκου που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια της θωρακικής κοιλότητας και, καθώς αναδιπλώνεται, την εξωτερική επιφάνεια των πνευμόνων. Ανάμεσα στα δύο πέταλα του υπεζωκότα σχηματίζεται κλειστή… … Dictionary of Greek
στερνικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στέρνο 2. φρ. α) «στερνικές πλευρές» πλευρές οι οποίες αρθρώνονται άμεσα με το στέρνο, αλλ. γνήσιες πλευρές β) «στερνική παρακέντηση» ιατρ. διαδερμική παρακέντηση τού οστού τού στέρνου στο ύψος τού 2ου … Dictionary of Greek
αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… … Dictionary of Greek
αγγειογραφία — Η σκιαγραφική απεικόνιση των κλάδων ενός αγγειακού στελέχους μετά από έγχυση σκιερής ουσίας μέσα στο αγγείο. Η έγχυση της σκιερής ουσίας γίνεται είτε απευθείας με διαδερμική παρακέντηση του αγγείου είτε κατόπιν εισαγωγής ειδικού λεπτού καθετήρα.… … Dictionary of Greek
αδενόγραμμα — το Ιατρ. ποσοτικό και ποιοτικό αποτέλεσμα τής κυτταρολογικής εξετάσεως επιχρίσματος που έχει ληφθεί με παρακέντηση από λεμφαδένα … Dictionary of Greek
αμνιοκέντηση — Βλ. λ. αμνιοσκόπηση. Σχηματική περιγραφή εκτέλεσης αμνιοκέντησης για αφαίρεση αμνιακού υγρού. * * * ή αμνιοπαρακέντηση Ιατρ. παρακέντηση τού αμνιακού σάκου διά μέσου τού κοιλιακού τοιχώματος ή τού κόλπου, για λήψη αμνιακού υγρού προς εξέταση … Dictionary of Greek
αρθροκέντηση — η παρακέντηση άρθρωσης … Dictionary of Greek
ασκίτης — Συγκέντρωση ορώδους υγρού στην κοιλιακή κοιλότητα. Ο α. παρουσιάζεται σε ηπατικές αρρώστιες (κίρρωση του ήπατος, ηπατική σύφιλη, θρόμβωση της πυλαίας φλέβας), καθώς και όταν διαταράσσεται η κυκλοφορία του αίματος εξαιτίας παθήσεων της καρδιάς ή… … Dictionary of Greek